- ἐντρίχωμα
- ἐντρίχωμαedges of the eyelidsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντρίχωμα — ἐντρίχωμα, το (Α) 1. οι τρίχες τών βλεφάρων, βλεφαρίδες 2. κόσκινο, τρίχινο σουρωτήρι, στραγγιστήρι … Dictionary of Greek
ἐντριχώματα — ἐντρίχωμα edges of the eyelids neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)